- προσφθονώ
- -έω, Α1. εναντιώνομαι σε κάποιον επειδή τόν φθονώ («ἦν δὲ τῶν διαμαχομένων αὐτῷ και προσφθονούντων ἐπιφανέστατος», Πλούτ.)2. βλέπω κάποιον με φθόνο, με ζηλοτυπία («τῆς Ἀλεξάνδρου δυνάμεως βαρυνόμενον καὶ προσφθονοῡντα», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.